- ανερίναστος
- ἀνερίναστος, -ον (Α)1. (σύκο) που ωρίμασε χωρίς να ορνιαστεί η συκιά2. (συκιά) στην οποία δεν κρεμάστηκαν για γονιμοποίηση ορνοί (ερινεοί, όλυνθοι).[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εριναστός «αυτός που ωρίμασε με ερινασμό» < ερινάζω «γονιμοποιώ συκιά κρεμώντας στα κλαδιά της καρπούς άγριας συκιάς»].
Dictionary of Greek. 2013.