ανερίναστος

ανερίναστος
ἀνερίναστος, -ον (Α)
1. (σύκο) που ωρίμασε χωρίς να ορνιαστεί η συκιά
2. (συκιά) στην οποία δεν κρεμάστηκαν για γονιμοποίηση ορνοί (ερινεοί, όλυνθοι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εριναστός «αυτός που ωρίμασε με ερινασμό» < ερινάζω «γονιμοποιώ συκιά κρεμώντας στα κλαδιά της καρπούς άγριας συκιάς»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀνερίναστος — ἀνερί̱ναστος , ἀνερίναστος not ripened by caprification masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνερίναστον — ἀνερί̱ναστον , ἀνερίναστος not ripened by caprification masc/fem acc sg ἀνερί̱ναστον , ἀνερίναστος not ripened by caprification neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνερίναστα — ἀνερί̱ναστα , ἀνερίναστος not ripened by caprification neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”